νηττοφόνος
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
English (LSJ)
ὁ, duck-killer, a kind of eagle, Aquila naevia, Arist. HA618b25.
Greek Monolingual
νηττοφόνος, -ον, ὁ (Α)
1. νηττοκτόνος
2. το αρσ. ως ουσ. είδος αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήττα «πάπια» + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο-φόνος, νεβρο-φόνος.