νυκτιχαρής
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
ές, rejoicing in the night, PMag.Par.1.1795.
Spanish
Greek Monolingual
νυκτιχαρής, -ές (Α)
αυτός που χαίρεται κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -χαρής(< χαίρω)].