πάνθοινος

From LSJ
Revision as of 11:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνθοινος Medium diacritics: πάνθοινος Low diacritics: πάνθοινος Capitals: ΠΑΝΘΟΙΝΟΣ
Transliteration A: pánthoinos Transliteration B: panthoinos Transliteration C: panthoinos Beta Code: pa/nqoinos

English (LSJ)

ον (and η, ον, v. infr.), (θοίνη) A feasting high or splendidly, δαῖτα πανθοίνην Babr.95.90; π. τράπεζα Opp.H.2.221; παν[θοίν]ην is dub. in Phld.Po.2.49.

German (Pape)

[Seite 460] vollkommen, stattlich schmausend, τράπεζαι = πανθοινία, Opp. Hal. 2, 221.

Greek (Liddell-Scott)

πάνθοινος: -ον, (θοίνη) πλήρης παντὸς εἴδους ἐδεσμάτων, π. δαὶς = πανθοινία, Βάβρ. παρὰ Σουΐδ. (ἔνθα πανθοίνην)· π. τράπεζα Ὀππ. Ἁλ. 2. 221.

Greek Monolingual

-οίνη, -ον, θηλ. και -ος, Α
γεμάτος με κάθε είδους εδέσματα, πλουσιοπάροχος («πανθοίνοισι τραπέζαις», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θοίνη «συμπόσιο, δείπνο» (πρβλ. εύ-θοινος)].

Russian (Dvoretsky)

πάνθοινος: пышный, роскошный (δαίς Babr.).