παιδοκτονία
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
ἡ, child-murder, Ph.2.27, Hierocl. in CA14p.452M.
German (Pape)
[Seite 441] ἡ, Kindermord, Philo u. a. Sp.
Greek Monolingual
η (ΑΜ παιδοκτονία) παιδοκτόνος
φόνος παιδιού
νεοελλ.
(νομ.) η εκ προθέσεως θανάτωση παιδιού από τη μητέρα του κατά τη διάρκεια του τοκετού ή μετά τον τοκετό και ενόσω η μητέρα τελεί υπό την επήρεια τών ψυχοσωματικών και διανοητικών συνεπειών του τοκετού.