παραμυθητέον
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A one must gently talk to, Pl.Lg.899d.
2 one must soften, τὸ ἐπαχθές Sopat. ap. Stob.4.5.52.
3 one must explain, justify, Corn.ND22.
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθητέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ παραμυθέω, δεῖ παραμυθεῖν, παραινεῖν, συμβουλεύειν, Πλάτ. Νόμ. 899D. 2) πρέπει τις νὰ μαλάξῃ, νὰ καταστήσῃ ἐλαφρόν, τὸ ἐπαχθὲς Σώπατ. παρὰ Στοβ. 46. 52.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραμυθητέον, adj. verb. van παραμυθέομαι, er moet bemoedigd worden.