παρεκβολή
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ἡ,
A digression, lamb.Bab.8.
II compilation of a set of critical remarks, as those of Eust. on Homer, Pindar, and Dionysius Periegeta, cf. eund. ad D.P.426; παρεκβολαὶ διαφόρων γραμματικῶν, title of Sch.D.T. in Cod.BMus.Add.5118.
German (Pape)
[Seite 513] ἡ, Auswahl und Zusammenstellung der Anmerkungen Anderer über einen Schriftsteller, Sp., wie Eust. seinen Commentar zu Homer nennt.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκβολή: ἡ, συλλογὴ κριτικῶν σημειώσεων, οἷαι αἱ τοῦ Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον, - ἐπιτομή, Μαρκελλῖνος ἐν βίῳ Θουκ.: - ἐντεῦθεν παρεκβολικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς παρεκβολὴν ἢ ὅμοιος πρὸς αὐτήν, Εὐστ. Πονημάτ. 60. 87.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ παρεκβάλλω
1. παρέκβαση, απομάκρυνση, παρέκκλιση
2. συμπίληση, συλλογή κριτικών σημειώσεων, επιτομή («Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον»).