ἐπιτομή

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτομή Medium diacritics: ἐπιτομή Low diacritics: επιτομή Capitals: ΕΠΙΤΟΜΗ
Transliteration A: epitomḗ Transliteration B: epitomē Transliteration C: epitomi Beta Code: e)pitomh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐπιτέμνω)
A cutting on the surface, incision, τῆς κεφαλῆς Aeschin.3.51, cf. Ph.Bel.64.1.
II epitome, abridgement, φυσικῶν Arist.Pr.891a7; ἐ. καὶ στοιχείωσις Epicur.Ep.1p.4U.; title of works by Chrysippus, etc., Stoic.2.5, etc.; ἐ. κεφαλαιώδεις D.H.1.5, cf. LXX 2 Ma.2.28; ἐν ἐπιτομῇ briefly, Cic.Att.5.20.1; ἐ. τῆς οἰκουμένης, of Rome, Ath.1.20b.
III right of cutting, εἰ δέ κα ἀμπέλους, ἐπιτομὰ ἔστω Supp.Epigr. 2.293.11 (Delph., iii/ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 994] ἡ, das Einschneiden, verwunden obenauf, τῆς κεφαλῆς Aesch. 3, 51. Vgl. ἐπιτέμνω. – Das Abkürzen eines Buches, der Auszug, Gramm.; ἐν ἐπιτομῇ, Cic. Att. 5, 20, wie Plut. plac. phil. 3 u. A.; komisch heißt Rom ἐπιτομὴ τῆς οἰκουμένης, Ath. I, 20 b.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
incision, coupure à la surface.
Étymologie: ἐπιτέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτομή:
1 надрез (τῆς κεφαλῆς Aeschin.);
2 извлечение, сжатое изложение (φυσικῶν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτομή: ἡ, (ἐπιτέμνω), τομὴ κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ἐντομὴ τῆς κεφαλῆς Αἰσχίν. 60. 43. ΙΙ. ἐπιτομή, περιληπτικὴ ἔκθεσις, τῶν φυσικῶν Ἀριστ. Προβλ. 9, ἐν τῇ κεφαλίδι· περὶ τοῦ Λιβίου, Δίων Κ., κλ.· ἐν ἐπιτομῇ Κικ. πρὸς Ἀττ. 5. 20, 1· ἡ Ρώμη καλεῖται ἐπιτομὴ τῆς οἰκουμένης Ἀθήν. 20Β.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιτομή) επιτέμνω
νεοελλ.
σύντομο σύγγραμμα, όπου εκτίθεται περιληπτικά το περιεχόμενο άλλου εκτενέστερου συγγράμματος
μσν.
«ἐπιτομή νόμων» — ιδιωτική συλλογή διατάξεων του βυζαντινού δικαίου
αρχ.
1. η κατά την επιφάνεια τομή («τὴν τῆς κεφαλῆς ἐπιτομήν», Αισχίν.)
2. αποχωρισμός μέρους ενός συνόλου, σύντμηση, συντόμευση, σύνοψη («ἐπιπορεύεσθαι τοῖς ύπογραμμοῖς τῆς ἐπιτομῆς διαπονοῦντες», ΠΔ)
3. το δικαίωμα της τομής, της κοπής
4. φρ. «ἐν ἐπιτομῇ», «κατ’ ἐπιτομήν» — περιληπτικά, με λίγα λόγια
5. μτφ. (για τη Ρώμη) «τήν Ῥώμην, πόλιν ἐπιτομήν τῆς οικουμένης» Αθήν.).

Greek Monotonic

ἐπιτομή: ἡ (ἐπιτέμνω),·
I. τομή στην επιφάνεια, εντομή, σε Αισχίν.
II. επιτομή, περιληπτική έκθεση, σε Κικ.

Middle Liddell

ἐπιτομή, ἡ, ἐπιτέμνω
I. a cutting on the surface, incision, Aeschin.
II. an epitome, abridgment, Cic.

English (Woodhouse)

surface wound

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)