πατρολάθησις
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
[λᾰ], εως, ἡ, neglect of one's father, PMasp.97 B 51 (vi A. D.).
Greek Monolingual
-ήσεως, ή, Α
αδιαφορία του παιδιού για τον πατέρα, η παραμέληση, το παραπέταμα του πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + θ. λαθ- του λανθάνω, πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαθ-ον + κατάλ. -ησις].