προανατρέχω
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
run up in front, prob. for προσ- in Sor.2.64 and Paul.Aeg.6.74.
Greek Monolingual
Α
τρέχω μπροστά προς την κατεύθυνση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνατρέχω με τη σημ. «αναζητώ, ανιχνεύω»].