προαπολύω
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
dismiss, send away before, App.BC4.101.
German (Pape)
[Seite 708] vorher lösen, befreien, Clem. Alex.
Greek Monolingual
Α
απελευθερώνω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀπολύω «λύνω, απελευθερώνω»].