προικίδιος
From LSJ
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
α, ον, forming a dowry, κλῆροι Ph.2.291; θεράπαιναι ib.443; προικίδιον, small dowry Plu.2.767c.
German (Pape)
[Seite 725] = προίκειος, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
προικίδιος: -α, -ον, = προίκειος, προικῷος, Φίλων 2. 443.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
προικώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νυμφ-ίδιος)].