φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Full diacritics: προσαπόκειμαι | Medium diacritics: προσαπόκειμαι | Low diacritics: προσαπόκειμαι | Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΚΕΙΜΑΙ |
Transliteration A: prosapókeimai | Transliteration B: prosapokeimai | Transliteration C: prosapokeimai | Beta Code: prosapo/keimai |
to be stored up as well, dub.in Aristid. Or.50 (26).49 (fort. προ-).
Α
έχω αποτεθεί σε ένα μέρος για φύλαξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀπόκειμαι «είμαι τοποθετημένος σε ασφαλές μέρος»].