σκιαδηφόρος

From LSJ
Revision as of 19:52, 7 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾰδηφόρος Medium diacritics: σκιαδηφόρος Low diacritics: σκιαδηφόρος Capitals: ΣΚΙΑΔΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: skiadēphóros Transliteration B: skiadēphoros Transliteration C: skiadiforos Beta Code: skiadh/foros

English (LSJ)

(parox.), ον, (σκιάς) A carrying a sunshade, of the daughters of μέτοικοι at Athens, who carried sunshades for the κανηφόροι in the Panathenaic procession, v.l.ib.134 (but σκιαδοφόροι ib.174). II generally, shading, shady, Ael.NA16.18.

German (Pape)

[Seite 897] 1) den Sonnenschirm tragend, Poll. 7, 134. – 2) ein Schirmdach tragend, u. übh. Schatten gebend, δένδρα Ael. H. A. 16, 18.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾰδηφόρος: -ον, (σκιὰς) ὁ φέρων σκιάδειονἀνθήλιον, ἐκαλοῦντο δὲ οὕτως αἱ θυγατέρες τῶν μετοίκων, αἵτινες ὤφειλον νὰ φέρωσι σκιάδεια καὶ σκιάζωσι τὰς κανηφόρους κατὰ τὴν πομπήν, Πολυδ. Ζ΄, 134 (ἀλλ’ αὐτόθι 174, σκιαδοφόροι)· πρβλ. σκαφηφόρος. ΙΙ. καθόλου, ὁ σκέπων, σκιάζων, σκιερός, Αἰλ. π. Ζ. 16. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a des rameaux en ombelle.
Étymologie: σκιάς, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. σκιαδοφόρος.