σκοτοεργός
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
όν, working in the dark, κλιβανεύς Man.1.80.
German (Pape)
[Seite 905] im Finstern, Verborgenen arbeitend, Man. 1, 81.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτοεργός: -όν, ὁ ἐν τῷ σκότει ἐργαζόμενος, κλιβανεὺς Μανέθων 1. 80.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που εργάζεται στο σκοτάδι («σκοτοεργὸς κλιβανεύς», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -εργός (< έργον), πρβλ. λιθο-εργός].