σκυτάριον
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
τό, Dim. of σκῦτος, Anaxil.18.6, POxy.936.23 (iii A.D.). II little shield (Lat. scutum), Hsch. s.v. ἀσπίδα.
German (Pape)
[Seite 908] τό, dim. von σκῦτος, ῥαπτά Anaxilas dei Ath. XII, 548 c.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκῦτος, Ἀναξίλ. ἐν «Λυροποιῷ» 1. ΙΙ. μικρὰ ἀσπὶς (scutum), Ἡσύχ. ἐν λέξ. σκουτάριον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. υποκορ. μικρό κατεργασμένο δέρμα, δερματάκι
2. μικρή ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + επίθημα -άριον (πρβλ. λιθ-άριον)].