σπάργησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, A swelling, distention, μαστῶν Dsc.3.34, cf. 2.107 (v.l. σπαργανώσεις), Sor.1.76.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α σπαργῶ, -άω
διόγκωση, πρήξιμο που οφείλεται στην ύπαρξη ζωικών χυμών ή σε υπεραιμία.
Full diacritics: σπάργησις | Medium diacritics: σπάργησις | Low diacritics: σπάργησις | Capitals: ΣΠΑΡΓΗΣΙΣ |
Transliteration A: spárgēsis | Transliteration B: spargēsis | Transliteration C: spargisis | Beta Code: spa/rghsis |
εως, ἡ, A swelling, distention, μαστῶν Dsc.3.34, cf. 2.107 (v.l. σπαργανώσεις), Sor.1.76.
-ήσεως, ἡ, Α σπαργῶ, -άω
διόγκωση, πρήξιμο που οφείλεται στην ύπαρξη ζωικών χυμών ή σε υπεραιμία.