συμπεριτυγχάνω
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
A fall in with at the same time, τινι v.l. in X.An. 7.8.22.
German (Pape)
[Seite 986] (s. τυγχάνω), mit od. zugleich dabei sein, dazukommen, begegnen, τινί, Xen. An. 7, 8, 22.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριτυγχάνω: περιτυγχάνω, συναντῶ ὁμοῦ συγχρόνως, νεανίσκοι τρεῖς κακούργοις συμπεριτυγχάνουσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 44, καὶ διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 8, 22.
French (Bailly abrégé)
se rencontrer avec, rencontrer en même temps.
Étymologie: σύν, περιτυγχάνω.
Greek Monolingual
Α περιτυγχάνω
συναντώμαι τυχαία με κάποιον.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριτυγχάνω: случайно наталкиваться, натыкаться (τινί Xen. - v. l. к συντυγχάνω).