συνεπικελεύω
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
encourage by consent, PLond.3.1204.17 (ii B.C.), PStrassb.84.19 (ii B.C.), PGrenf.2.26.24 (ii B.C.).
Greek Monolingual
Α
ενθαρρύνω με προτροπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικελεύω «παροτρύνω, ενθαρρύνω, προτρέπω»].
Greek Monolingual
Α
ενθαρρύνω με προτροπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικελεύω «παροτρύνω, ενθαρρύνω, προτρέπω»].