συντάμνω
From LSJ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
v. συντέμνω.
Greek (Liddell-Scott)
συντάμνω: Ἰων. ἀντὶ συντέμνω, τοῦ χρόνου συντάμνοντος, ἀντὶ συντεμνομένου, πλησιάζοντος, Ἡρόδ. 5. 41, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συντέμνω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συντέμνω.
Greek Monotonic
συντάμνω: Ιων. αντί συντέμνω.
Russian (Dvoretsky)
συντάμνω: ион. Her. = συντέμνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συντάμνω, zie συντέμνω.