σύγχορδος

From LSJ
Revision as of 17:54, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχορδος Medium diacritics: σύγχορδος Low diacritics: σύγχορδος Capitals: ΣΥΓΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: sýnchordos Transliteration B: synchordos Transliteration C: sygchordos Beta Code: su/gxordos

English (LSJ)

ον, A in harmony, of musical strings, Hsch. s.v. ἀντίχορδα.

German (Pape)

[Seite 971] eigtl. von Saiten, zusammenstimmend, harmonirend, übh. zusammenpassend, Hesych. v. ἀντίχορδα.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχορδος: -ον, ἁρμονικός, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ, ἐπὶ μουσικῶν χορδῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίχορδα.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για μουσικές χορδές) αυτός που συγκροτεί αρμονία, αρμονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ἔγ-χορδος].

Greek Monolingual

-ον, Α
(για μουσικές χορδές) αυτός που συγκροτεί αρμονία, αρμονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ἔγ-χορδος].