ταυρεία

From LSJ
Revision as of 17:58, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρεία Medium diacritics: ταυρεία Low diacritics: ταυρεία Capitals: ΤΑΥΡΕΙΑ
Transliteration A: taureía Transliteration B: taureia Transliteration C: tavreia Beta Code: taurei/a

English (LSJ)

(sc. δορά), ἡ, A bull's hide, ox-hide, hence, 1 a kind of drum covered with skin, Gp.14.25.3 (unless in sense 2). 2 whip of ox-hide, Artem.1.70, Phot. s.v. μάραγνα.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρεία: (ἐξυπακουομ. τοῦ δορά), ἡ, (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε φέρεται πλημμελῶς ταυρία, ἢ ταυρέα, ἴδε Suice?.)· ταύρου δέρμα, βοὸς δέρμα, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 453. 2) εἶδος τυμπάνου κεκαλυμμένου μὲ δέρμα, ἱκανὸς δὲ ἐκ τῶν κροτάλων καὶ ἐκ τῆς ταυρείας ψόφος ἐκφοβῆσαι τούτους (δηλ. τοὺς κολοιοὺς) Γεωπον. 14, 25, 3. 3) μάστιξ ἐκ δορᾶς ταύρου, Λατ. taurea, Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 326.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. ταύρειος.