ταφήϊος

From LSJ
Revision as of 14:35, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or [[for a " to "of or for a [[")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταφήϊος Medium diacritics: ταφήϊος Low diacritics: ταφήϊος Capitals: ΤΑΦΗΪΟΣ
Transliteration A: taphḗïos Transliteration B: taphēios Transliteration C: tafiios Beta Code: tafh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ep. for ταφεῖος (not found), A of or for a burial, φᾶρος τ. a windingsheet, shroud, Od.2.99; μῆλα, i.e. for sacrifice, A.R.2.840.

German (Pape)

[Seite 1075] ep. u. ion. statt ταφεῖος, zum Begräbnisse, zum Grabe gehörig; φᾶρος, Leichengewand, Od. 2, 99. 19, 144. 24, 134; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 840.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne la sépulture, funéraire.
Étymologie: ταφή.

Greek Monolingual

-ΐη, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. ταφεῑος
2. φρ. «φᾱρος ταφήϊον» — σεντόνι με το οποίο τύλιγαν τους νεκρούς, σάβανο (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].

Greek Monotonic

τᾰφήϊος: -η, -ον , Ιων. αντί ταφεῖος (σε αχρηστία), αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην ταφή, που χρησιμεύει στην ταφή, ταφήϊον φᾶρος, σεντόνι στο οποίο τυλίγεται ο νεκρός, σάβανο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰφήϊος: погребальный (φᾶρος Hom.).