Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράφαλος

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράφᾰλος Medium diacritics: τετράφαλος Low diacritics: τετράφαλος Capitals: ΤΕΤΡΑΦΑΛΟΣ
Transliteration A: tetráphalos Transliteration B: tetraphalos Transliteration C: tetrafalos Beta Code: tetra/falos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, A with four horns, epith. of κυνέη, κόρυς, Il.12.384,22.315.

German (Pape)

[Seite 1099] κυνέη, κόρυς, ein Helm mit einer verfachen metallnen Erhöhung, φάλος, worin die Helmbüsche befestigt wurden, die aber, da sie nach vorn über die Augen u. nach hinten über den Hinterkopf hervorragten, auch zum Schutz gegen Kopfhiebe dienten; Il. 12, 384. 22, 315; vgl. das Vorige, ἀμφίφαλος u. Buttm. Lexil. II p. 242.

Greek (Liddell-Scott)

τετράφᾰλος: -ον, ἐπίθ. τοῦ κυνέη, κόρυς Ἰλ. Μ. 384., Χ. 315· - ἴσως ἁπλῶς συντετμημένος τύπος τοῦ τετραφάληρος, ἴδε ἐν λ. φάλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre cimiers (devant, derrière, sur les deux côtés).
Étymologie: τέτταρες, φάλος.

English (Autenrieth)

with four-banded crest, κυνέη. (Il.) (See cut No. 116.)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις μετάλλινες προεξοχές, αλλ. τετραφάληρος («θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + φάλος «κόσμημα της περικεφαλαίας» (πρβλ. ἀμφί-φαλος)].

Greek Monotonic

τετράφᾰλος: -ον, = προηγ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τετράφᾰλος: (ρᾰ) с четырьмя шишками (гнездами для султанов) (κυνέη Hom.).