τετράτροπος

From LSJ
Revision as of 18:34, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράτροπος Medium diacritics: τετράτροπος Low diacritics: τετράτροπος Capitals: ΤΕΤΡΑΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: tetrátropos Transliteration B: tetratropos Transliteration C: tetratropos Beta Code: tetra/tropos

English (LSJ)

ἐνιαυτός, A with four turning-points, PMag.Lond. 122.79.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
τετραπλός
αρχ.
αυτός που έχει τέσσερεις εποχές («κόσμον ἅπαντα τρέπουσα τετράτροπον εἰς ἐνιαυτόν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τρόπος (πρβλ. πεντά-τροπος)].