φανερομισής

From LSJ
Revision as of 18:54, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰνερομῑσής Medium diacritics: φανερομισής Low diacritics: φανερομισής Capitals: ΦΑΝΕΡΟΜΙΣΗΣ
Transliteration A: phaneromisḗs Transliteration B: phaneromisēs Transliteration C: faneromisis Beta Code: faneromish/s

English (LSJ)

ές (v.l. φᾰνερό-μῑσος, ον), A openly hating, opp. φανερόφιλος, Arist.EN1124b26.

Greek Monolingual

-ές,και φανερόμισος, -ον, Α
αυτός του οποίου το μίσος για κάποιον ή για κάτι είναι έκδηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + -μισής / -μισος (< μῖσος), πρβλ. θεο-μισής].