τύρευσις
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
εως, ἡ, = τυρεία 1.1, Arist.HA522a26.
German (Pape)
[Seite 1164] ἡ, = τυρεία, Arist. H. A. 3, 20.
Greek (Liddell-Scott)
τύρευσις: [ῡ], εως, ἡ, τὸ τυρεύειν, πῆξις τυροῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 13.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α τυρεύω
η ενέργεια του τυρεύω, η παρασκευή τυριού.
Russian (Dvoretsky)
τύρευσις: εως (ῡ) ἡ Arst. = τυρεία.