φρύγετρον

From LSJ
Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρύγετρον Medium diacritics: φρύγετρον Low diacritics: φρύγετρον Capitals: ΦΡΥΓΕΤΡΟΝ
Transliteration A: phrýgetron Transliteration B: phrygetron Transliteration C: frygetron Beta Code: fru/getron

English (LSJ)

[ῡ], τό, (φρύγω)
A a vessel for roasting barley, Polyzel. 6 (troch.(?)): carried by brides in procession, as a symbol of household duties, LexSolonisap.Poll.1.246.
II stick to stir barley while roasting, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1311] τό, ein Gefäß, Gerste darin zu rösten, Polyzel. bei Poll. 10, 109, vgl. 1, 246; wahrscheinlich nach Art unserer Kaffeetrommeln; weil sich ein solches in jeder Wirthschaft befand, befahl ein Gesetz des Solon τὰς νύμφας ἰούσας ἐπὶ τὸν γάμον φρύγετρον φέρειν σημεῖον αὐτουργίας, womit Plin. H. N. 18, 3 das röm. novae nuptae farreum praeferebant vergleicht, – Auch ein Holz, Geröstetes umzurühren, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φρύγετρον: [ῡ] τό, (φρύγω) ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ κριθή, πιθανῶς ὅμοιον πρὸς τὸ νῦν ἐν χρήσει (τουρκ.) «καβουρντιστῆρι» τοῦ καφέ, οὗπερ αἱ χύτραι κρέμανται καὶ τὸ φρύγετρον Πολύζηλος ἐν «Διονύσου γοναῖς» 1. ― Κατά τινα διάταξιν τοῦ Σόλωνος ἡ νύμφη ἔπρεπε νὰ φέρῃ φρύγετρον κατὰ τὴν γαμήλιον πομπὴν ὡς σύμβολον τῶν οἰκιακῶν καθηκόντων. «Σόλων δὲ τὰς νύμφας ἰούσας ἐπὶ τὸν γάμον ἐκέλευσε φρύγετρον φέρειν σημεῖον ἀλφιτουργίας» Πολυδ. Α΄, 246, Ϛ΄, 64· οὕτως ἐν Ῥώμῃ αἱ νύμφαι farreum praeferebant (πρβλ. confarreatio), Phn. 18. 3. ΙΙ. ξύλον δι’ οὗ ἀνεταράττετο ἡ φρυγομένη κριθή, «φρύγετρον· ξυλήφιον, ᾧ κινοῦσι τὰς πεφρυγμένας κριθάς» Ἡσύχ.