χαλικώδης

From LSJ
Revision as of 20:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλῐκώδης Medium diacritics: χαλικώδης Low diacritics: χαλικώδης Capitals: ΧΑΛΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: chalikṓdēs Transliteration B: chalikōdēs Transliteration C: chalikodis Beta Code: xalikw/dhs

English (LSJ)

ες, in small masses, Thphr.Lap.65.

German (Pape)

[Seite 1328] ες, in kleinen Massen, bröckelig, Theophr., dem μέγας entgeggstzt.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῐκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς χάλιξ, ἐν σχήματι χάλικος, ὁ δὲ λίθος ἐμφερὴς τῷ ἀλαβαστρίτῃ· μέγας δ’ οὐ τέμνεται, ἀλλὰ χαλικώδης Θεοφρ. περὶ Λίθ. 65.

Greek Monolingual

-ες / χαλικώδης, -ῶδες, ΝΑ χάλιξ, -ικος]
νεοελλ.
γεμάτος χαλίκια («χαλικώδης έκταση»)
αρχ.
όμοιος με χαλίκι στο σχήμα ή το μέγεθος.