Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Full diacritics: χερσάμπελος | Medium diacritics: χερσάμπελος | Low diacritics: χερσάμπελος | Capitals: ΧΕΡΣΑΜΠΕΛΟΣ |
Transliteration A: chersámpelos | Transliteration B: chersampelos | Transliteration C: chersampelos | Beta Code: xersa/mpelos |
ἡ (sc. χώρα), dry vineland, ib.506.25 (ii A. D.), 729.30 (ii A. D.).
ἡ, Α
άγονο, ξερό αμπέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄμπελος (πρβλ. ὀλιγ-άμπελος)].