χονδροπτισάνη

From LSJ
Revision as of 20:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χονδροπτῐσάνη Medium diacritics: χονδροπτισάνη Low diacritics: χονδροπτισάνη Capitals: ΧΟΝΔΡΟΠΤΙΣΑΝΗ
Transliteration A: chondroptisánē Transliteration B: chondroptisanē Transliteration C: chondroptisani Beta Code: xondroptisa/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, gruel of groats as a drink for sick persons, Paul.Aeg.1.72.

German (Pape)

[Seite 1364] ἡ, Ptisane von Graupen, Graupenschleim, für Kranke, zu trinken, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

χονδροπτῐσάνη: [ᾰ]. ἡ, πτισάνη ἐκ χόνδρων, χρησιμεύουσα ὡς ποτὸν εἰς ἀσθενεῖς, Foës. Oec. Hipp. ἐν λ. χόνδρος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
αφέψημα από χόνδρους, δηλαδή από χονδροαλεσμένο σιτάρι, το οποίο δινόταν σε ασθενείς ως ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + πτισάνη «αφέψημα από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού»].