χρυσεοβόστρυχος

Revision as of 14:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A with golden tresses, Διὸς ἔρνος E.Ph.191 (lyr.), Philox.8.

German (Pape)

[Seite 1379] ον, = χρυσοβόστρυχος; Eur. Phoen. 198; Philem. bei Ath. XIII, 564 e.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεοβόστρῠχος: -ον, = χρυσοβόστρυχος, Εὐρ. Φοίν. 191.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. χρυσοβόστρυχος.

Greek Monotonic

χρῡσεοβόστρῠχος: -ον, = χρυσοβόστρυχος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεοβόστρῠχος: златокудрый (Ἄρτεμις Eur.).

Middle Liddell

χρῡσεο-βόστρῠχος, ον, = χρυσοβόστρυχος, Eur.]