χωριστέον

From LSJ
Revision as of 08:30, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ".[[" to ". [[")

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωριστέον Medium diacritics: χωριστέον Low diacritics: χωριστέον Capitals: ΧΩΡΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: chōristéon Transliteration B: chōristeon Transliteration C: choristeon Beta Code: xwriste/on

English (LSJ)

A one must separate, τι ἀπό τινος Pl.Plt.303d; also τι τινός, τῆς ὀχείας τοὺς κριούς Gp.18.3.1, cf. Iamb.Protr.21. κγ. 2 χωριστέος, α, ον, to be separated, A.D.Pron. 52.23.

Greek (Liddell-Scott)

χωριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χωρίζω, δεῖ χωρίζειν, πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτικ. 303C. 2) χωριστέος, α, ον, ὃν δεῖ χωρίζειν, ὃν πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 326C.

Greek Monotonic

χωριστέον: ρημ. επίθ. του χωρίζω, αυτό που πρέπει να διαχωριστεί τί ἀπό τινος, σε Πλάτ.