χωρητέον
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
one must go on, proceed, D.H.1.56, Herod.Med. in Rh.Mus.58.106, Iamb. in Nic.p.35 P.: pl., ὅπῃ αὐτοῖς χωρητέα εἴη Procop.Vand.1.19.
Greek (Liddell-Scott)
χωρητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ χωρῶ, δεῖ χωρεῖν, πρέπει τις νὰ προβῇ, νὰ προχωρήσῃ, Διον. Ἁλ. 1. 56.