ἀηθέσσω
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
to be unaccustomed, c. gen., once in Hom., ἀήθεσσον γὰρ ἔτ' αὐτῶν Il.10.493; ἀηθέσσουσα δύης A.R.4.38; λυγμοὶ ἀηθέσσοντες Nic.Al.378:—for A.R.1.1171 v.sq.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηθέσσω: ποιητ. ἀντὶ ἀηθέω = εἶμαι ἀσυνήθιστος, μ. γεν. ἀήθεσσον γαρ ἔτ’ αὐτῶν, Ἰλ. Κ. 493 (τὸ μόνον Ὁμηρ. χωρίον ἔνθ’ ἀπαντᾷ)· οὕτως ἀηθέσσουσα δύης, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 38., ἀηθέσσοντες, Νικ. Ἀλεξιφ. 378: ― Παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. 1. 1171· ἀήθεσον φαίνεται κείμενον χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ ἀήθεσσον.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
n’être pas, n’être plus habitué à, gén..
Étymologie: ἀήθης.
English (Autenrieth)
(ἀηθής, ἦθος): be unaccustomed to; w. gen., Il. 10.493†.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. ἀήθεσον A.R.1.1171]
1 no estar acostumbrado c. gen. ἵπποι ... ἀήθεσσον γὰρ ἔτ' αὐτῶν (νεκρῶν) los caballos, pues, no estaban acostumbrados a ellos e.d., a pisar los cadáveres, Il.10.493, c. ac. ἀηθέσσουσα δύην καὶ δούλια ἔργα A.R.4.38, c. part. χεῖρες γὰρ ἀήθεσον ἠρεμέουσαι A.R.1.1171.
2 no ser corriente, ser inhabitual λυγμοὶ ἀηθέσσοντες náuseas inhabituales Nic.Al.378.
Greek Monotonic
ἀηθέσσω: ποιητ. αντί ἀηθέω, Επικ. παρατ. ἀήθεσσον, είμαι ασυνήθιστος σε κάτι· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀηθέσσω: (impf. ἀήθεσσον) не привыкнуть: ἀ. τινός Hom. не иметь привычки к чему-л.
Middle Liddell
[poetic for ἀηθέω]
to be unaccustomed to a thing, c. gen., Il.