ἀκεραιοσύνη
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ἡ, A guilelessness, innocence, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεραιοσύνη: ἡ, ἁπλότης, ἀθῳότης, Ἐπιστ. Βαρνάβα, Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
candidez, inocencia ὡς ἐν ἀκεραιοσύνῃ πιστεύει ὁ λαός Ep.Barn.3.6, cf. 10.4, cf. Sud.
Greek Monolingual
ἀκεραιοσύνη, η (Α) ἀκέραιος
η απλότητα, αθωότητα
«ἐν ἀκεραιοσύνῃ περιπατοῦν
τες» (Επιστ. Βαρνάβα, Σούδα).