ἀκατήχητος

From LSJ
Revision as of 18:25, 18 December 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]g" to "]] g")

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατήχητος Medium diacritics: ἀκατήχητος Low diacritics: ακατήχητος Capitals: ΑΚΑΤΗΧΗΤΟΣ
Transliteration A: akatḗchētos Transliteration B: akatēchētos Transliteration C: akatichitos Beta Code: a)kath/xhtos

English (LSJ)

ον, A not encompassed by sound, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατήχητος: -ον, ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος, Σουΐδ. ΙΙ. ὁ μὴ διδαχθεὶς τὰς θεμελιώδεις τῆς πίστεως ἀρχάς, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 no acompañado de sonido o de música glos. a ἀπερισάλπιγκτοι Sud.
2 falto de instrucción, ignorante ἄνθρωποι αἱρετικοὶ ἀκατήχητοι Arius Ep.Eus.3, ἀ. τῶν μυστηρίων Gr.Nyss.Eun.1.158.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατήχητος, -ον) κατηχῶ
αυτός που δεν έχει κατηχηθεί, δεν έχει διδαχθεί τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής πίστης
νεοελλ.
αδασκάλευτος, ακατατόπιστος
αρχ.
κατά τη Σούδα «ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος».