ἀληθευτικός

From LSJ
Revision as of 12:01, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀληθευτικός Medium diacritics: ἀληθευτικός Low diacritics: αληθευτικός Capitals: ΑΛΗΘΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: alētheutikós Transliteration B: alētheutikos Transliteration C: alitheftikos Beta Code: a)lhqeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A truthful, frank, candid, Arist.EN1127a24, al.; τὸ ἀ. Hierocl.in CA2p.422M. Adv. -κῶς Eust.385.6, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθευτικός: -ή, -όν, φιλαλήθης, οὐδὲν ἀποκρύπτων, εἰλικρινής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7. ― ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 385, 6 κτλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 sincero Arist.EN 1124b30, 1127a24
neutr. subst. Hierocl.in CA 2.
2 adv. -ῶς sinceramente Eust.385.6.

Greek Monolingual

ἀληθευτικός, -ή, -ὸν (AM) ἀληθευτής
1. αυτός που δεν κρύβει την αλήθεια, φιλαλήθης, ειλικρινής
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀληθευτικόν
η φιλαλήθεια.

Russian (Dvoretsky)

ἀληθευτικός: правдивый, искренний Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀληθευτικός -ή -όν ἀληθεύω eerlijk, oprecht.