ἀναμινυρίζω
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
English (LSJ)
A sing languishingly, Protagorid.2.
German (Pape)
[Seite 198] vorträllern, bei Ath. IV, 176 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμινῠρίζω: ἄδω ἀσθενῶς, μετὰ χαμηλῆς καὶ κλαυθμηρᾶς φωνῆς, Πρωτ. παρ’ Ἀθην. 176Β.
Spanish (DGE)
entonar τῷ ... μοναύλῳ τὰς ἡδίστας ἁρμονίας Protagorid.2a.
Greek Monolingual
ἀναμινυρίζω (ΑΜ)
τραγουδώ άτονα και μελαγχολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μινυρίζω «τραγουδώ ήρεμα με χαμηλή φωνή»].