ἀνανευστικῶς

From LSJ
Revision as of 10:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανευστικῶς Medium diacritics: ἀνανευστικῶς Low diacritics: ανανευστικώς Capitals: ΑΝΑΝΕΥΣΤΙΚΩΣ
Transliteration A: ananeustikō̂s Transliteration B: ananeustikōs Transliteration C: ananefstikos Beta Code: a)naneustikw=s

English (LSJ)

Adv. showing a disposition to refuse, Arr.Epict.1.14.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανευστικῶς: ἐπίρρ. ἀρνητικῶς, τοῖς μὲν συγκαταθετικῶς, τοῖς δὲ ἀνανευστικῶς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 7.

Spanish (DGE)

adv. rechazando, con rechazo ἀπὸ μυρίων πραγμάτων κινεῖσθαι ... ἅμα δὲ συγκαταθετικῶς, τοῖς δ' ἀνανευστικῶς Arr.Epict.1.14.7.

Greek Monolingual

ἀνανευστικῶς επίρρ. (Α) ἀνανεύω
δείχνοντας διάθεση για άρνηση, αρνητικά.