ἀναπαυτικός
From LSJ
τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body
English (LSJ)
ή, όν, giving rest, Ptol. Tetr.20.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀναπαυτικός, -ή, -όν) ἀναπαύω
αυτός που προσφέρει ανάπαυση, άνετος, ξεκούραστος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναπαυτικόν στρατιωτικό παράγγελμα για ανάπαυση, διακοπή.