ἀνοχλησία
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ἡ, = ἀοχλησία, Luc.Am.27, D.L.2.87, Gal.6.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοχλησία: ἡ, = ἀοχλησία, ἀμφίβ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 87.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ sosiego, tranquilidad Gal.6.18.
Greek Monolingual
ἀνοχλησία, η (Α)
το να μην ενοχλείται κάποιος από κάτι, η αταραξία.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοχλησία: ἡ Diog. L. = ἀοχλησία.