ἀντεκτρέφω

From LSJ
Revision as of 14:29, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεκτρέφω Medium diacritics: ἀντεκτρέφω Low diacritics: αντεκτρέφω Capitals: ΑΝΤΕΚΤΡΕΦΩ
Transliteration A: antektréphō Transliteration B: antektrephō Transliteration C: antektrefo Beta Code: a)ntektre/fw

English (LSJ)

A to maintain in return:— in Pass., ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arist.HA615b25. 2 train as a rival, βότρυν βότρυϊ Lync. ap. Ath.14.654a.

German (Pape)

[Seite 246] dagegen, zum Dank ernähren, Aristot. H. A. 9, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεκτρέφω: ἐκτρέφω τὸν ἐκθρέψαντά με, ἐν τῷ παθ., ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 13, 2. 2) ἐκτρέφω, καλλιεργῶ ὡς ἐφάμιλλον, «τῷ δ’ ἐκεῖ καλουμένῳ βότρυϊ Νικοστρατίῳ τὸν Ἱππώνιον ἀντεκτρέφουσι βότρυν») (κατὰ Meineke: «τῷ δ’ ἐκεῖ καλουμένῳ βότρυϊ νικοστρατίῳ τὸν ἱππώνειον ἀντεκφέρουσα βότρυν») Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 654Α.

Spanish (DGE)

1 alimentar, mantener a su vez en v. pas. ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arist.HA 615b25.
2 criar para competir βότρυι ... βότρυν Lync. en Ath.654a.

Greek Monolingual

ἀντεκτρέφω (Α)
τρέφω κι εγώ αυτόν που μ' έθρεψε (αναλαμβάνω τη συντήρηση των γονέων μου).

Russian (Dvoretsky)

ἀντεκτρέφω: кормить в свою очередь (ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arst.).