ἀποδειλίασις
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
εως, ἡ, cowardice, Plb.3.103.2; ἀ.πρόστινα Plu.Alex. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἀποδειλιᾶν, μεγάλη δειλία, φόβος καὶ τρόμος, Πολύβ. 3. 103, 2· ἀπ. πρός τινα Πλουτ. Ἀλέξ. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
crainte, lâcheté.
Étymologie: ἀποδειλιάω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
cobardía Plb.3.103.2, Plb.35.4.4, πρὸς Ἰνδούς Plu.Alex.13.
Greek Monolingual
ἀποδειλίασις, η (Α)
η μεγάλη δειλία.
Greek Monotonic
ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, μεγάλη δειλία, υπερβολικός φόβος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδειλίᾱσις: εως ἡ робость, малодушие Polyb., Plut.
Middle Liddell
[from ἀποδειλιάω
great cowardice, Plut.