ἀπόπτυσμα
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is spat out, AB223; v.l. in Arist. Mir.841a16.
German (Pape)
[Seite 321] τό, das Ausgespuckte, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπτυσμα: τό, τὸ ἀποπτυόμενον, Α. Β. 223.
Spanish (DGE)
-ματος, τό esputo, AB 223.