ἀρτοφόριον

From LSJ
Revision as of 14:48, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτοφόριον Medium diacritics: ἀρτοφόριον Low diacritics: αρτοφόριον Capitals: ΑΡΤΟΦΟΡΙΟΝ
Transliteration A: artophórion Transliteration B: artophorion Transliteration C: artoforion Beta Code: a)rtofo/rion

English (LSJ)

τό, A bread-basket, S.E. M.1.234: the form ἀρτο-φορίς, ibid., is prob. corrupt. II ἀρτοφόρια, τά, a festival, An.Ox.3.277.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 cesto del pan S.E.M.1.234.18.
2 τὸ Ἀ. las fiestas de la procesión del pan, An.Ox.3.277.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοφόριον: τὸ, κάντιστρον, κοινῶς «πανέρι», δι’ ἄρτον, «οἷον τὸ αὐτὸ ἀρτοφόριον καὶ πανάριον λέγεται… ἀλλὰ στοχαζόμενοι τοῦ καλῶς ἔχοντος καὶ μὴ γελᾶσθαι ὑπὸ τῶν διακονούντων παιδαρίων καὶ ἰδιωτῶν πανάριον ἐροῦμεν, καὶ εἰ βάρβαρόν ἐστιν» Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ὁ τύπος ἀρτοφορίς, αὐτόθι εἶναι πιθανώς ἐφθαρμένος. 2) = πυξίον, ἔνθα φυλάσσεται ὁ προηγιασμένος ἄρτος, «καὶ λαβὼν προηγιασμένον ἄρτον ἐκ τοῦ ἀρτοφορίου, τίθησιν αὐτὸν μετ’ εὐλαβείας πολλῆς ἐν τῷ ἁγίῳ δίσκῳ» Εὐχολόγ. ΙΙ. ἀρτοφόρια, τὰ, ἑορτή, «τὰ διὰ τοῦ ια ὀνόματα ἐπὶ ἑορτῶν λεγόμενα διὰ τοῦ ι γράφεται, οἷον Ἀπατούρια, Ἀρτοφόρια», Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 277.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτοφόριον: τό и ἀρτο-φορίς, ίδος ἡ корзина для хлеба Sext.