ἀσυντέλεστος
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
English (LSJ)
ον, A incomplete, IPE12.32B57 (Olbia, iii B.C.), D.S.4.12, Plu.2.1056d, POxy.707.30 (iii A. D.); not executed, Annuario 4/5.225 (Rhodes, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 381] unvollendet, unvollkommen, Plut. Stoic. repugn. 47 g. E.; D. Sic. 4, 12. 12, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυντέλεστος: -ον, ὁ μὴ συντελεσμένος, ὁ μὴ ἀποπερατωθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 57, Διόδ. 4, 12, Πλούτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incomplet, inachevé.
Étymologie: ἀ, συντελέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 incompleto ἡ κατὰ τὸν ... πύργον σχοινιαία IPE 12.32B.58 (Olbia III a.C.), διῶρυξ D.S.1.33, ἆθλον D.S.4.12, νομοθεσία D.S.12.26, αἱ τοῦ Διὸς κινήσεις καὶ σχέσεις Plu.2.1056d, (τροχὸν) ἀσυντέλεστον καταλελοιπέναι POxy.707.30 (II d.C.).
2 no realizado τὰ δεδογμένα τῷ κοινῷ SEG 3.674A.23 (Rodas II a.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσυντέλεστος, -ον)
αυτός που δεν έχει συντελεστεί ή εκτελεστεί, ο ασυμπλήρωτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυντέλεστος: незаконченный, незавершенный, неполный Diod., Plut.