ἀσυμφυής
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
ές, A not growing together, μόρια Placit.5.19.5; τῆ κτίσει Hsch.
German (Pape)
[Seite 380] ές, nicht zusammenpassend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμφυής: -ές, ὁ μὴ συμφυής, «ἀνοίκειος, ἀνόμοιος» (Σουΐδ.), Πλούτ. 2. 908D, Κλήμ. Ἀλ. 223.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne se combine pas avec, incompatible.
Étymologie: ἀ, συμφυής.
Spanish (DGE)
-ές
1 que no crece juntamente μόρια Placit.5.19.5
•extraño, ajeno c. dat. τῇ κτίσει Hsch.
2 antinatural del vicio, Clem.Al.Paed.2.10.87.
3 incompatible τὰ ἐναντία Cyr.Al.M.73.197B, φῶς καὶ σκότος Cyr.Al.M.68.437D.
Greek Monolingual
ἀσυμφυής, -ές (Α)
1. ο μη συμφυής, ο ανόμοιος
2. αφύσικος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυμφυής: неподходящий, не сродный, не родственный (τὰ μόρια Plut.).