ἀτυζηλός
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
ή, όν, frightful, δεῖμα A.R.2.1057.
German (Pape)
[Seite 390] erschreckend, Ap. Rh. 2, 1057.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτυζηλός: -ή, -όν, ἐκπληκτικός, φοβερός, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 058.
Spanish (DGE)
-ή, -όν terrible, δεῖμα A.R.2.1057.
Greek Monolingual
ἀτυζηλός, -ή, -όν (Α) ατύζομαι
εκπληκτικός, φοβερός.