ἄσκη
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἡ, = ἄσκησις, Pl.Com.234.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, = ἄσκησις; Plat. com., bei Poll. 3, 154 getadelt.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
ejercitación, entrenamiento en el gimnasio, Pl.Com.262, cf. Arc.106.25, Hsch.
Greek Monolingual
ἄσκη, η (Α)
η άσκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παράγωγο του ασκώ].