ἐγκατιλλώπτω
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
scoff at, ὑμῖν ἐγκατιλλώψας μέγα A.Eu.113, cf. Fr.226 (dub.).
German (Pape)
[Seite 706] verspotten, höhnen; τινί, Aesch. Eum. 113.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατιλλώπτω: μέλλ. -ψω, ἐμπαίζω, σκώπτω, ὑμῖν ἐγκατιλλώψας μέγα Αἰσχύλ. Εὐμ. 113, πρβλ. Ἀποσπ. 225.
French (Bailly abrégé)
ao. part. ἐγκατιλλώψας;
cligner les yeux pour se moquer de, τινι.
Étymologie: ἐν, κατιλλώπτω.
Spanish (DGE)
burlarse de, mofarse de c. dat. ὑμῖν ἐγκατιλλώψας μέγα A.Eu.113 (cj., pero v. ἐκκατιλλώπτω), cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἐγκατιλλώπτω (Α)
κοροϊδεύω, εμπαίζω.
Greek Monotonic
ἐγκατιλλώπτω: μέλ. -ψω, εμπαίζω, κοροϊδεύω, σαρκάζω, τινί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκατιλλώπτω: насмешливо подмигивать, подсмеиваться, насмехаться (τινί Aesch.).
Middle Liddell
fut. ψω
to scoff at, τινί Aesch.